/Πόλεμοι για την ενέργεια στην Μέση Ανατολή και το κοίτασμα Λεβιάθαν

Πόλεμοι για την ενέργεια στην Μέση Ανατολή και το κοίτασμα Λεβιάθαν

Το παρακάτω άρθρο είναι μία μετάφραση του Συλλόγου Ιντιφάντα και το έχει γράψει ο Μάικλ Σβάρτς για το Middleeast eye

26 Φεβρουαρίου 2015

Του Michael Schwartz

Από ενεργειακής απόψεως, το Ισραήλ είναι πιο απελπισμένο από ποτέ. Οι πιθανότητες μεγαλύτερων πόλεμων για το αέριο μαζί με τον όλεθρο που θα τους συνοδεύει, είναι ακόμα μπροστά μας.

Πως το φυσικό αέριο της Γάζας έγινε το επίκεντρο μιας Διεθνούς σύγκρουσης δυνάμεων.

Μαντέψτε. Σχεδόν όλοι οι πρόσφατοι πόλεμοι, εξεγέρσεις και άλλες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, συνδέονται με ένα μοναδικό νήμα, που είναι επίσης και απειλή: αυτές οι συγκρούσεις είναι μέρος ενός όλο και μεγαλύτερου μανιώδους ανταγωνισμού για να βρεθούν, εξορυχθούν και πωληθούν ορυκτά καύσιμα των οποίων η μελλοντική κατανάλωση είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μια σειρά κατακλυσμιαίων περιβαλλοντικών κρίσεων.

Εν μέσω πολλών πολέμων για τα ορυκτά καύσιμα στην περιοχή, ένας από αυτούς, γεμάτος κινδύνους, μεγαλύτερους ή μικρότερους, έχει στο μεγαλύτερο μέρος του αγνοηθεί και το Ισραήλ βρίσκεται στο επίκεντρό του. H αφετηρία του ανιχνεύεται στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν οι Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι ηγέτες άρχισαν να φιλονικούν σχετικά με τα φημολογούμενα αποθέματα φυσικού αερίου στη Μεσόγειο Θάλασσα, έξω από τις ακτές της Γάζας. Στις επόμενες δεκαετίες, αυτό εξελίχθηκε σε μια πολυμέτωπη σύγκρουση που περιλαμβάνει αρκετούς στρατούς και τρεις ναυτικές δυνάμεις. Στην πορεία, έχει ήδη προκαλέσει εξωφρενική δυστυχία σε δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους και απειλεί να προσθέσει κι άλλη δυστυχία ακόμα στους ανθρώπους από τη Συρία, το Λίβανο και την Κύπρο. Τελικά, μπορεί να προκαλέσει δυστυχία ακόμα και στους Ισραηλινούς.

Οι πόλεμοι για τις φυσικές πηγές, δεν είναι φυσικά τίποτε καινούργιο. Κυριολεκτικά ολόκληρη η ιστορία της δυτικής αποικιοκρατίας και της, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, παγκοσμιοποίησης έχει ως κίνητρο την προσπάθεια να βρεθούν και να γίνουν αντικείμενο εμπορίου πρώτες ύλες, που είναι αναγκαίες για να αναπτυχθεί ή να συντηρηθεί ο βιομηχανικός καπιταλισμός. Αυτό περιλαμβάνει και την επέκταση του Ισραήλ καθώς και την ιδιοποίηση από αυτό παλαιστινιακών εδαφών. Αλλά τα ορυκτά καύσιμα δεν ήρθαν στην κεντρική σκηνή της ισραηλινο-παλαιστινιακής σχέσης, παρά μόνο το 1990, και αυτή η αρχικά περιορισμένη σύγκρουση, άρχισε να διαχέεται και να συμπεριλαμβάνει τη Συρία, το Λίβανο, την Κύπρο, την Τουρκία και τη Ρωσία μετά το 2010.

Το δηλητηριώδες ιστορικό του φυσικού αερίου της Γάζας

Πίσω στο 1993, τότε που το Ισραήλ και η Παλαιστινιακή Αρχή (Π.Α.) υπέγραφαν τη Συμφωνία του Όσλο με την οποία υποτίθεται ότι θα τερματιζόταν η ισραηλινή κατοχή της Γάζας και της Δυτικής Όχθης, και θα δημιουργούνταν ένα ανεξάρτητο κράτος, κανείς δεν σκεφτόταν πολύ την ακτογραμμή της Γάζας. Αποτέλεσμα ήταν ότι το Ισραήλ συμφώνησε ότι η νεοσύστατη Παλαιστινιακή Αρχή, θα ήλεγχε πλήρως τα χωρικά της ύδατα, παρότι το ισραηλινό ναυτικό έκανε ακόμα περιπολίες στην περιοχή. Φημολογούμενα αποθέματα φυσικού αερίου εκεί, είχαν λίγη σημασία για όλους, γιατί οι τιμές ήταν τόσο χαμηλές και τα αποθέματα άφθονα. Δεν αποτελεί έκπληξη που οι Παλαιστίνιοι έφτασαν να προσλάβουν την British Gas (BG) – έναν σημαντικό παίκτη στον παγκόσμιο τζόγο του φυσικού αερίου – για να ανακαλύψει τι υπήρχε τελικά εκεί. Δεν ήταν παρά το 2000 που οι δυό τους υπέγραψαν μία πρωτόλεια συμφωνία για ανάπτυξη των μέχρι τότε επιβεβαιωθέντων αποθεμάτων.

Η BG υποσχέθηκε να χρηματοδοτήσει και να διαχειριστεί την ανάπτυξή τους, να αναλάβει όλα τα έξοδα, και να λειτουργήσει τις εγκαταστάσεις που θα δημιουργούνταν σε αντάλλαγμα για το 90% των εσόδων, μία εκμεταλλευτική αλλά συνηθισμένη συμφωνία «με κοινό όφελος». Με εγκαταστάσεις φυσικού αερίου ήδη σε λειτουργία, η Αίγυπτος συμφώνησε να λειτουργήσει ως κόμβος ξηράς και ως σταθμός διαμετακόμισης του αερίου. Οι Παλαιστίνιοι θα έπαιρναν το 10% των εσόδων (που υπολογίζονταν σε ένα δισεκατομμύριο δολάρια συνολικά) και θα είχαν εγγυημένη πρόσβαση σε όσο αέριο χρειάζονταν για να καλύπτουν τις ανάγκες τους.

Αν αυτή η διαδικασία προχωρούσε λίγο πιο γρήγορα, το σύμφωνο θα είχε εφαρμοστεί όπως είχε. Το 2000, παρόλα αυτά, με μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη οικονομία, πενιχρά ορυκτά καύσιμα και κάκιστες σχέσεις με όλους τους πλούσιους σε πετρέλαιο γείτονές του, το Ισραήλ βρέθηκε να αντιμετωπίζει μία χρόνια ενεργειακή κρίση. Αντί να προσπαθήσει να επιλύσει το πρόβλημά του με μιά μαχητική αλλά πραγματοποιήσιμη προσπάθεια να αναπτύξει ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ο πρωθυπουργός Εχούντ Μπάρακ εγκαινίασε την εποχή των συγκρούσεων για τα ορυκτά καύσιμα στην Ανατολική Μεσόγειο. Επέβαλε ναυτικό έλεγχο του Ισραήλ στα παράκτια ύδατα της Γάζας και ακύρωσε τη συμφωνία με την BG. Αντί για αυτό, απαίτησε, να είναι το Ισραήλ και όχι η Αίγυπτος, που θα παραλαμβάνει το αέριο της Γάζας, και επί πλέον να ελέγχει και όλα τα έσοδα που δικαιούνταν οι Παλαιστίνιοι – ώστε να μην επιτρέπει να χρησιμοποιούνται για τη «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας».

Μετά από αυτό, οι συμφωνίες του Όσλο, ήταν και επισήμως καταδικασμένες. Δηλώνοντας ότι δεν είναι αποδεκτό, να έχουν οι Παλαιστίνιοι τον έλεγχο στα έσοδα από το αέριο, η ισραηλινή κυβέρνηση δεσμεύτηκε να μη δεχτεί το παραμικρό είδος οικονομικής ανεξαρτησίας των Παλαιστινίων, για να μη μιλήσουμε για πλήρη κυριαρχία. Αφού καμία παλαιστινιακή κυβέρνηση ή οργάνωση δε θα συμφωνούσε με αυτό, ένα μέλλον γεμάτο ένοπλες συγκρούσεις ήταν βέβαιο.

Το ισραηλινό βέτο οδήγησε σε επέμβαση του βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλέρ ο οποίος επεδίωξε μία συμφωνία που θα ικανοποιούσε και την ισραηλινή κυβέρνηση και την Παλαιστινιακή Αρχή. Το αποτέλεσμα: Μία πρόταση το 2007, σύμφωνα με την οποία το αέριο θα παραδιδόταν στο Ισραήλ και όχι στην Αίγυπτο, σε τιμή κατώτερη της αγοράς, με το ίδιο 10% των εσόδων να λαμβάνεται τελικά από την Παλαιστινιακή Αρχή. Όμως, αυτά τα κεφάλαια θα έπρεπε πρώτα να κατατίθενται στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve Bank) στη Νέα Υόρκη, για μελλοντική απόδοση, και με την προϋπόθεση της εγγύησης ότι δεν θα χρησιμοποιούνταν για επιθέσεις κατά του Ισραήλ.

Οι Ισραηλινοί δεν ικανοποιήθηκαν ούτε και από αυτή τη συμφωνία, και ως κύριο λόγο προέβαλαν τον πρόσφατο εκλογικό θρίαμβο τoυ ένοπλου κόμματος της Χαμάς στις εκλογές της Γάζας. Παρότι η Χαμάς είχε συμφωνήσει να επιτραπεί στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα να επιβλέπει όλα τα έξοδα, η ισραηλινή κυβέρνηση, υπό την ηγεσία τώρα πια του Εχούντ Ολμέρτ, επέμεινε να «μην καταβάλονταν δικαιώματα στους Παλαιστινίους». Αντί για αυτό, οι Ισραηλινοί θα παρέδιδαν το αντίστοιχο αυτών των εσόδων «σε αγαθά και υπηρεσίες».

Η παλαιστινιακή κυβέρνηση αρνήθηκε αυτή την προσφορά. Αμέσως μετά, ο Ολμέρτ επέβαλε έναν δρακόντειο αποκλεισμό στη Γάζα, την οποία ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ χαρακτήρισε ως μία μορφή «οικονομικού πολέμου που θα είχε σαν αποτέλεσμα πολιτική κρίση, που θα οδηγούσε σε λαϊκή εξέγερση εναντίον της Χαμάς». Με τη συνεργασία της Αιγύπτου, το Ισραήλ στη συνέχεια, ιδιοποιήθηκε τον έλεγχο όλης της εμπορικής δραστηριότητας από και προς τη Γάζα, θέτοντας αυστηρούς περιορισμούς ακόμα και στις εισαγωγές τροφίμων και καταστρέφοντας την αλιεία της. Σύμφωνα με το σύμβουλο του Ολμέρτ, Ντοβ Βάισγκλας, αυτή η πρακτική συνοψιζόταν ως επιβολή «δίαιτας» στους Παλαιστινίους (η οποία, σύμφωνα με τον Ερυθρό Σταυρό, σύντομα, είχε ως αποτέλεσμα «χρόνιο υποσιτισμό» ιδιαίτερα ανάμεσα στα παιδιά της Γάζας).

Και αφού οι Παλαιστίνιοι εξακολουθούσαν ακόμη να αρνούνται να δεχθούν τους όρους του Ισραήλ, η κυβέρνηση του Ολμέρτ αποφάσισε να εξάγει το αέριο μονομερώς, κάτι που, πίστεψαν, θα μπορέσει να συμβεί όταν η Χαμάς εκτοπιστεί ή αφοπλιστεί. Σύμφωνα με τις διευκρινήσεις του τέως Διοικητή των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF) και νυν Υπουργού Εξωτερικών Μοσέ Γιαλόν: “Η Χαμάς … έχει επιβεβαιώσει την ικανότητά της να βομβαρδίσει τις ισραηλινές στρατηγικές εγκαταστάσεις αερίου και ηλεκτρισμού … είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς μια ολοκληρωτική στρατιωτική επιχείρηση για να εκριζωθεί ο έλεγχος της Χαμάς από τη Γάζα, καμία εργασία άντλησης δε μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεση του εξτρεμιστικού αυτού ισλαμικού κινήματος».

Ακολουθώντας αυτή τη λογική, η «Επιχείρηση Χυτό Μολύβι» εξαπολύθηκε το χειμώνα του 2008. Σύμφωνα με τον αναπληρωτή Υπουργό Άμυνας Ματάν Βιλνάι, σκοπός της ήταν να υποβάλει τη Γάζα σε Σοά (εβραϊκή λέξη που σημαίνει ολοκαύτωμα ή καταστροφή). Ο Γιοάβ Γκάλαντ, γενικός διοικητής της Επιχείρησης, είπε ότι είχε σχεδιαστεί ώστε να «στείλει τη Γάζα δεκαετίες πίσω στο παρελθόν». Όπως εξήγησε ο ισραηλινός βουλευτής Τσάχι Χανέγκμπι, ο βασικός στρατιωτικός στόχος ήταν «να ανατραπεί το καθεστώς τρόμου της Χαμάς και να ανακαταληφθούν όλες οι περιοχές από τις οποίες εκτοξεύονται πύραυλοι προς το Ισραήλ».

Η «Επιχείρηση Χυτό Μολύβι» πράγματι «έστειλε τη Γάζα δεκαετίες πίσω στο παρελθόν». Η Διεθνής Αμνηστία δήλωσε ότι κατά την επίθεση που κράτησε 22 μέρες σκοτώθηκαν 1.400 Παλαιστίνιοι «από τους οποίους περίπου 300 παιδιά και εκατοντάδες άλλοι άοπλοι πολίτες, και μεγάλες περιοχές της Γάζας ισοπεδώθηκαν, αφήνοντας πολλούς χιλιάδες άστεγους και μια ήδη γονατισμένη οικονομία, κατεστραμμένη». Το μόνο πρόβλημα: η Επιχείρηση Χυτό Μολύβι δεν πέτυχε το στόχο της να «μεταφέρει την κυριαρχία επί των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στο Ισραήλ».

Περισσότερα κοιτάσματα αερίου ίσον περισσότεροι πολέμοι για τους φυσικούς πόρους.

Το 2009, η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου, κληρονόμησε το αδιέξοδο γύρω από τα αποθέματα αερίου της Γάζας και μία ενεργειακή κρίση στο Ισραήλ, που έγινε κρισιμότερη όταν με την Αραβική Άνοιξη στην Αίγυπτο διακόπηκε και στη συνέχεια σταμάτησε κατά ποσοστό 40% η παροχή αερίου στη χώρα. Η άνοδος στις τιμές για την ενέργεια συνέβαλε στην πρόκληση των μεγαλύτερων διαδηλώσεων στις οποίες συμμετείχαν Ισραηλινοί εβραίοι εδώ και δεκαετίες.

Όπως προέκυψε, παρόλα αυτά, το καθεστώς Νετανιάχου κληρονόμησε επίσης και μία εν δυνάμει μόνιμη λύση στο πρόβλημα. Ένα γιγάντιο κοίτασμα ανακτήσιμου φυσικού αερίου ανακαλύφθηκε στην περιοχή που αποκαλείται Λεκάνη της Λεβαντίνης (Levant Βasin), ένας κυρίως υπεράκτιος σχηματισμός κάτω από την ανατολική Μεσόγειο. Ισραηλινοί επίσημοι αυτόματα αποφάνθηκαν ότι το «μεγαλύτερο μέρος» από τα προσφάτως επιβεβαιωθέντα αποθέματα αερίου βρίσκονται «μέσα σε ισραηλινή επικράτεια». Με αυτό τον τρόπο, αγνόησαν αντίθετους ισχυρισμούς από το Λίβανο, τη Συρία, την Κύπρο και τους Παλαιστίνιους.

Σε κάποιο άλλο κόσμο αυτό το γιγάντιο κοίτασμα αερίου θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από κοινού και από τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη, και ένα σχέδιο παραγωγής θα μπορούσε να γίνει ώστε να βελτιωθεί ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος της απελευθέρωσης 130 τρισεκατομμυρίων κυβικών ποδιών αερίου στην ατμόσφαιρα του πλανήτη. Όπως παρατήρησε ο Πιέρ Τερζιάν, εκδότης της εφημερίδας για πετρελαϊκά θέματα Petrostrategies, «Όλα τα στοιχεία επικινδυνότητας βρίσκονται εκεί … Αυτή είναι μια περιοχή όπου το να καταφεύγει κανείς στην βίαιη δράση δεν είναι κάτι ασυνήθιστο».

Στα τρία χρόνια που ακολούθησαν την ανακάλυψη, η προειδοποίηση του Τερζιάν έβγαινε όλο και πιο αληθινή. Ο Λίβανος έγινε το πρώτο σημείο ανάφλεξης. Στις αρχές του 2011, η ισραηλινή κυβέρνηση ανακοίνωσε τη μονομερή ανάπτυξη δύο κοιτασμάτων, περίπου το 10% του αερίου της Λεκάνης Λεβαντίνης, που βρισκόταν σε αμφισβητούμενα παράκτια ύδατα κοντά στα ισραηλινο-λιβανέζικα σύνορα. Ο λιβανέζος Υπουργός Ενέργειας Τζεμπράν Μπασίλ αυτομάτως απείλησε με στρατιωτική σύγκρουση, διακηρύσσοντας ότι η χώρα του «δεν θα επέτρεπε στο Ισραήλ ή σε οποιαδήποτε εταιρεία που δουλεύει για ισραηλινά συμφέροντα να πάρει καμία ποσότητα από το αέριο που βρίσκεται στα χωρικά μας ύδατα». Η Χεζμπολάχ, η πιο επιθετική πολιτική παράταξη στο Λίβανο, υποσχέθηκε επιθέσεις με ρουκέτες αν «έστω και ένα κυβικό μέτρο» φυσικού αερίου εξορυσσόταν από τα αμφισβητούμενα κοιτάσματα.

Ο ισραηλινός Υπουργός Πόρων αποδέχθηκε την πρόκληση, υποστηρίζοντας ότι «αυτές οι περιοχές είναι εντός των οικονομικών υδάτων του Ισραήλ … δε θα διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε τη δύναμή μας και την ισχύ μας για να προστατέψουμε όχι μόνο το κράτος δικαίου αλλά και το διεθνές ναυτικό δίκαιο».

Ο δημοσιογράφος – ειδικός στα πετρελαϊκά θέματα – Τερζιάν πρόσφερε την παρακάτω ανάλυση για τις πραγματικές συνθήκες της αντιπαράθεσης:

“Με πρακτικούς όρους … κανείς δεν πρόκειται να επενδύσει με το Λίβανο σε αμφισβητούμενα ύδατα. Δεν υπάρχουν λιβανέζικες εταιρείες που να έχουν την δυνατότητα να βγάλουν σε πέρας την εξόρυξη, και δεν υπάρχει και στρατιωτική ισχύς που να μπορεί να τις προστατέψει. Αλλά από την άλλη πλευρά, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Υπάρχουν ισραηλινές εταιρείες που μπορούν να εργαστούν σε υπεράκτιες περιοχές, και θα μπορούσαν να αναλάβουν το ρίσκο υπό την προστασία του ισραηλινού στρατού».

Πράγματι, το Ισραήλ συνέχισε την έρευνα και την εξόρυξη στα δύο αμφισβητούμενα κοιτάσματα, αναπτύσσοντας τηλεκατευθυνόμενα πολεμικά αεροπλάνα για να επιβλέπουν τις εγκαταστάσεις. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση του Νετανιάχου επένδυσε μεγάλα κεφάλαια για να προετοιμαστεί για πιθανές μελλοντικές στρατιωτικές διενέξεις στην περιοχή. Αφενός, με γενναιόδωρη χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ, ανέπτυξε το «Iron Dome» (Σιδηρούν Θόλο) αντιπυραυλικό σύστημα σχεδιασμένο εν μέρει για να παρεμποδίζει τις ρουκέτες της Χεζμπολάχ και της Χαμάς που σκοπεύουν τις ισραηλινές ενεργειακές εγκαταστάσεις. Αφετέρου ανέπτυξε το ισραηλινό ναυτικό, με εστίαση στις δυνατότητές του να αποτρέπει ή να αποκρούει απειλές στις υπεράκτιες ενεργειακές εγκαταστάσεις. Τελικά, στις αρχές του 2011 εξαπέλυσε αεροπορικά χτυπήματα στη Συρία που σκοπό είχαν, σύμφωνα με αξιωματούχους στις ΗΠΑ, να «αποτρέψουν τη Χεζμπολάχ από οποιαδήποτε μεταφορά σύγχρονων αντιαεροπορικών, και πυραύλων εδάφους – εδάφους και ακτής – πλοίου».

Παρόλα αυτά, η Χεζμπολάχ συνέχισε να αποθηκεύει πυραύλους ικανούς να κατεδαφίσουν τις εγκαταστάσεις του Ισραήλ. Και το 2013, ο Λίβανος έκανε μία δική του κίνηση. Άρχισε να διαπραγματεύεται με τη Ρωσία. Σκοπός ήταν να έρθουν επιχειρήσεις αερίου από εκεί, για να αξιοποιήσουν τις υπεράκτιες διεκδικήσεις του Λιβάνου, ενώ το φοβερό και τρομερό ναυτικό της Ρωσίας θα συνέτρεχε στην «μακρά διαμάχη περί χωρικής κυριότητας με το Ισραήλ».

Αλλά στις αρχές του 2015, εμφανίστηκαν κάποιοι παράγοντες αμοιβαίας αποτροπής. Παρόλο που το Ισραήλ κατάφερε να βάλει σε λειτουργία το μικρότερο από τα δύο κοιτάσματα που επιχείρησε να αναπτύξει, η γεώτρηση στο μεγαλύτερο από αυτά, έμεινε για απροσδιόριστο χρόνο στάσιμη «λόγω της κατάστασης ασφαλείας». Η αμερικάνικη εταιρεία Noble Energy που είχαν προσλάβει οι Ισραηλινοί, έδειξε απροθυμία να επενδύσει τα απαιτούμενα 6 δισεκατομμύρια δολάρια σε εγκαταστάσεις που θα ήταν ευάλωτες σε επιθέσεις της Χεζμπολάχ, και εν δυνάμει στο στόχαστρο του ρωσικού ναυτικού. Από την πλευρά του ο Λίβανος, παρά την αύξουσα ρωσική ναυτική παρουσία στην περιοχή, δεν είχε ξεκινήσει καμία εργασία.

Στο μεταξύ, στη Συρία, όπου η βία κάλπαζε και η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση ένοπλης κατάρρευσης, ένα άλλο είδος στασιμότας άρχισε να υφίσταται. Το καθεστώς του Μπασάρ Αλ-Άσαντ, αντιμετωπίζοντας μια θηριώδη απειλή από διάφορες ομάδες τζιχαδιστών, επιβίωνε εν μέρει λόγω των διαπραγματεύσεών του για μαζική στρατιωτική υποστήριξη από τη Ρωσία, με αντάλλαγμα ένα συμβόλαιο 25 χρόνων για να αξιοποιήσει τα διεκδικούμενα από τη Συρία δικαιώματα στο κοίτασμα της Λεκάνης της Λεβαντίνης.

Ενώ η παρουσία των Ρώσων όπως φαίνεται απέτρεψε τους Ισραηλινούς από το να προσπαθήσουν να αξιοποιήσουν τα διεκδικούμενα από τη Συρία αποθέματα αερίου, παρόλα αυτά η ρώσικη παρουσία στη Συρία δεν ήταν αρκετή. Έτσι το Ισραήλ ήλθε σε συμφωνία με την αμερικάνικη εταιρεία, Genie Energy Corporation ώστε να εντοπίσει και να αξιοποιήσει αποθέματα πετρελαίου που βρίσκονται στα Υψώματα του Γκολάν, περιοχή της Συρίας κατεχόμενη από τους Ισραηλινούς από το 1967. Αντιμετωπίζοντας μια πιθανή καταπάτηση της διεθνούς νομοθεσίας, η κυβέρνηση του Νετανιάχου επικαλέστηκε, ως βάση για τις ενέργειές της, την απόφαση ένος ισραηλινού δικαστηρίου που αποφαινόταν ότι η εκμετάλλευση φυσικών πόρων στις κατεχόμενες περιοχές ήταν νόμιμη. Την ίδια στιγμή, για να προετοιμαστεί για μια αναπόφευκτη μάχη με οποιαδήποτε παράταξη ή παρατάξεις, θα επικρατούσε στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, άρχισε να ενισχύει την ισραηλινή στρατιωτική παρουσία στα Υψώματα του Γκολάν.

Κι έπειτα, υπήρχε η Κύπρος, ο μόνος διεκδικητής του κοιτάσματος της Λεβαντίνης που δεν βρισκόταν σε πόλεμο με το Ισραήλ. Οι Ελληνοκύπριοι, βρισκόντουσαν για μεγάλο διάστημα σε διαμάχη με τους Τουρκοκύπριους, κι έτσι δεν ήταν έκπληξη, που η ανακάλυψη του κοιτάσματος φυσικού αερίου στην Λεβαντίνη πυροδότησε τρία χρόνια αδιέξοδων διαπραγματεύσεων στο νησί για την έκβαση της υπόθεσης. Το 2014, οι Ελληνοκύπριοι υπέγραψαν ένα συμβόλαιο έρευνας με την Noble Energy, την βασική εταιρεία με την οποία είχε συμβληθεί εργολαβικά το Ισραήλ. Οι Τουρκοκύπριοι ανέτρεψαν αυτή την ενέργεια, υπογράφοντας συμβόλαιο με την Τουρκία να εξερευνήσει όλες της κυπριακές διεκδικήσεις «μέχρι τα αιγυπτιακά ύδατα». Όπως έγινε με την περίπτωση Ισραήλ και Ρωσίας, η τουρκική κυβέρνηση μετέφερε αμέσως τρία πλοία του πολεμικού της ναυτικού στην περιοχή ώστε να μπλοκάρει οποιαδήποτε επέμβαση από άλλους διεκδικητές.

Ως αποτέλεσμα, τέσσερα χρόνια ελιγμών περί των νεοανακαλυφθέντων αποθεμάτων της Λεκάνης της Λεβαντίνης, λίγη ενέργεια έχουν παράγει, αλλά πρόσθεσαν στην εξίσωση νέους και ισχυρούς διεκδικητές, προκάλεσαν μία σημαντική στρατιωτική συγκέντρωση στην περιοχή, και αύξησαν ανυπολόγιστα τις εντάσεις.

Παλαιστίνιοι κοιτούν επιχείρηση εξόρυξης που ξεκίνησε στις 27 Σεπτεμβρίου 2000, για να αντλήσει κοίτασμα αερίου στα ανοιχτά της Γάζας. (AFP).

 

Γάζα πάλι και πάλι

Θυμάστε το σύστημα «Iron Dome» (Σιδηρούς Θόλος) που εν μέρει αναπτύχθηκε για να σταματήσει τους πυραύλους της Χεζμπολάχ που είχαν στόχο τα κοιτάσματα αερίου του Ισραήλ στο Βορρά; Με τον καιρό, τοποθετήθηκε δίπλα στα σύνορα με τη Γάζα για να σταματά τους πυραύλους της Χαμάς, και δοκιμάστηκε κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης «Ηχώ που επιστρέφει» (Operation Returning Echo), της τέταρτης ισραηλινής στρατιωτικής απόπειρας να γονατίσει η Χαμάς και να εξαλειφθεί οποιαδήποτε παλαιστινιακή «ικανότητα να βομβαρδιστούν στρατηγικές εγκαταστάσεις αερίου και ηλεκτρισμού του Ισραήλ».

H επίθεση που έγινε το Μάρτιο του 2012, αναπαρήγαγε σε μικρότερη κλίμακα την καταστροφή που είχε φέρει η Επιχείρηση Χυτό Μολύβι, ενώ ο Σιδηρούς Θόλος (Iron Dome) είχε μια επιτυχία κατά 90% στο να εξουδετερώνει τις ρουκέτες της Χαμάς. Ακόμα κι έτσι, πάντως, ενώ χρησίμευσε ως ένα τεράστιο σύστημα καταφυγίου για να προστατεύει τους ισραηλινούς πολίτες, παρόλα αυτά δεν φάνηκε να είναι αρκετός ώστε να προστατέψει με βεβαιότητα τις εκτεθειμένες εγκαταστάσεις πετρελαιου της χώρας. Ακόμα και ένα μόνο άμεσο χτύπημα θα κατέστρεφε ή θα κατεδάφιζε τέτοιες ευάλωτες και εύφλεκτες κατασκευές.

Η αποτυχία της Επιχείρησης «Ηχώ που επιστρέφει» να καταφέρει το παραμικρό, πυροδότησε ένα νέο γύρο συνομιλιών, οι οποίες και πάλι φθάσαν σε αδιέξοδο, λόγω της απόρριψης από της Παλαιστίνιους, της απαίτησης των Ισραηλινών να έχουν τον έλεγχο σε όλα τα καύσιμα και τα έσοδα που δικαιούταν η Γάζα και η Δυτική Όχθη. Η νέα παλαιστινιακή κυβέρνηση ενότητας τότε, ακολουθώντας το παράδειγμα των Λιβανέζων, των Σύρων, και των Τουρκοκυπρίων, στο τέλος του 2013 υπέγραψε μία «χορήγηση άδειας έρευνας» με την Gazprom τη ρωσική εταιρεία – κολοσσό στο φυσικό αέριο. Όπως και με το Λίβανο και τη Συρία, το ρωσικό ναυτικό λειτούργησε ως αποτρεπτικός παράγοντας για τις ισραηλινές παρεμβάσεις.

Στο μεταξύ, το 2013, ένας νέος γύρος ενεργειακών μπλάκ-άουτ προκάλεσε χάος σε όλο το Ισραήλ, πυροδοτώντας μία κρίσιμη αύξηση στις τιμές ηλεκτρικού της τάξης του 47%. Μετά από αυτό, η κυβέρνηση του Νετανιάχου σκέφτηκε το ενδεχόμενο να αρχίσει να εξάγει εγχώριο πετρέλαιο από σχιστόλιθο, αλλά η περίπτωση μόλυνσης του νερού προκάλεσε κίνημα αντίδρασης που ματαίωσε την προσπάθεια. Σε μια χώρα γεμάτη από σταρτ-άπ εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, δεν έχει δοθεί ακόμα, αρκετά σοβαρή προσοχή στην εκμετάλλευση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αντί για αυτό, η κυβέρνηση στράφηκε για άλλη μια φορά προς τη Γάζα.

Με την κίνηση της Gazprom να αναλάβει την ανάπτυξη των διεκδικούμενων από τους Παλαιστίνιους αποθεμάτων αερίου στον ορίζοντα, οι Ισραηλινοί εξαπέλυσαν την πέμπτη στρατιωτική απόπειρα προκειμένου να αποσπάσουν τη συναίνεση των Παλαιστίνιων, την Επιχείρηση Προστατευτική Παρυφή (Operation Protective Edge). Είχαν δύο κυρίως στόχους, συνδεδεμένους με τους υδρογονάνθρακες: Να αποτρέψουν τα ρωσο-παλαιστινιακά σχέδια και να εξουδετερώσουν ολοκληρωτικά τα συστήματα ρουκετών στη Γάζα. Ο πρώτος στόχος καθώς φαίνεται επιτεύχθηκε, αφού η Gazprom ανέβαλε (ίσως μόνιμα) τη συμφωνία ανάπτυξης. Ο δεύτερος, παρόλα αυτά απέτυχε όταν η διττή – από αέρος και ξηράς – επίθεση, παρά την χωρίς προηγούμενο καταστροφή που επέφερε στη Γάζα, απέτυχε να καταστρέψει τα αποθέματα ρουκετών της Χαμάς ή το σύστημα συγκέντρωσής τους μέσω των τούνελ. Ούτε κατάφερε ο Σιδηρούς Θόλος (Iron Dome) να τους αποκρούει σε τέτοιο βαθμό που να υπάρχει βεβαιότητα ότι οι ενεργειακές εγκαταστάσεις προστατεύονται.

Δεν υπάρχει Επίλογος

Μετά από 25 χρόνια και πέντε αποτυχημένες στρατιωτικές προσπάθειες, το φυσικό αέριο της Γάζας βρίσκεται ακόμα κάτω από τη θάλασσα και μετά από τέσσερα χρόνια, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για όλο σχεδόν το αέριο στην περιοχή της Λεβαντίνης. Αλλά τα πράγματα δεν είναι πια τα ίδια. Από ενεργειακής άποψης, το Ισραήλ είναι πιο απελπισμένο από ποτέ, παρά το ότι έχει ήδη ισχυροποιήσει σημαντικά το στρατό του αλλά και το ναυτικό του. Όλα αυτά σημαίνουν αναμφίβολα ότι τα πρώτα 25 χρόνια κρίσης στην ανατολική Μεσόγειο για το φυσικό αέριο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εισαγωγή. Οι πιθανότητες μεγαλύτερων πόλεμων για το αέριο μαζί με τον όλεθρο που θα τους συνοδεύει, είναι ακόμα μπροστά μας.

 

Μάικλ Σβάρτς, επίτιμος διακεκριμένος διδάσκων καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Stony Brook, είναι ο συγγραφέας των βραβευμένων βιβλίων «Ριζοσπαστική Διαμαρτυρία και Κοινωνικές Δομές» (Radical Protest and SocialStructure) και «Οι Δομές Εξουσίας της Αμερικάνικης Επιχειρηματικότητας» (The PowerStructure of American Business) (μαζί με την Μπεθ Μιντζ). Το βιβλίο του «Πόλεμος Χωρίς Τέλος» , (War Without End ) που εκδόθηκε μέσω του διαδικτυακού μπλογκ TomDispatch, εστιάζεται στο κατά πόσον η στρατιωτικοποιημένη γεωπολιτική για το πετρέλαιο, οδήγησε τις Ηνωμένες Πολιτείες να εισβάλουν και να κατακτήσουν το Ιράκ. Η ηλεκτρονική του διεύθυνση είναι Michael.Schwartz@stonybrook.edu.

Copyright 2015 Μάικλ Σβάρτς. Αυτό το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο TomDispatch.com

Άρθρο μεταφρασμένο από το Middle East Eye